- κακοπαίρνω
- 1. παίρνω κάτι στραβά, παρερμηνεύω, παρεξηγώ2. συμπεριφέρομαι σκληρά και απότομα σε κάποιον, αποπαίρνω3. αντιλαμβάνομαι δύσκολα, είμαι δυσμαθής («τά κακοπαίρνει τα γράμματα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοπαίρνω — κακοπήρα, κακοπάρθηκα, κακοπαρμένος 1. παίρνω κάτι σαν κακό, το παρεξηγώ: Του είπα πως είναι αψός κι αυτός το κακοπήρε. 2. φέρνομαι με κακό τρόπο, αποπαίρνω: Μην τον κακοπαίρνεις, γιατί άλλος φταίει κι όχι αυτός. 3. είμαι δυσμαθής: Τα κακοπαίρνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοπιάνω — 1. παρεξηγώ, παρερμηνεύω, κακοπαίρνω 2. πιάνω κάτι άσχημα, αδέξια 3. συμπεριφέρομαι βάναυσα, αγριεύω κάποιον … Dictionary of Greek